- φρονίμως
- ΝΜΑεπίρρ. βλ. φρόνιμος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρονίμως — φρόνιμος in one s right mind adverbial φρόνιμος in one s right mind masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγαφρονίμως — (Α) επίρρ. με μεγάλη φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα * + φρονίμως (< φρόνιμος)] … Dictionary of Greek
πτερώ — πτερῶ, όω, (ΝΜΑ [πτερόν] νεοελλ. φρ. «πτέρωσον» ναυτ. παράγγελμα προς τους κωπηλάτες να φέρουν τα κουπιά σε οριζόντια θέση ακινησίας μσν. αρχ. 1. δίνω φτερά σε κάποιον, κάνω κάποιον φτερωτό (α. «ἔπειτα δ ὅπως φρονίμως πρὸς ἄνδρ ὁρῶν πτερώσεις»,… … Dictionary of Greek
φρονούντως — Α επίρρ. φρονίμως, με φρόνηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < φρονῶν, οῦντος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φρονῶ + επιρρμ. κατάλ. ως] … Dictionary of Greek
ԻՄԱՍՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0850 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 12c, 13c գ. σοφία sapientia. Բարձրագոյն իմաստ եւ գիտութիւն. ծանօթութիւն աստուածային եւ մարդկային իրաց. գերագոյն հմտութիւն. եւ լայնաբար՝ Ուսումն իմաստասիրութեան կամ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՀԱՆՃԱՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0046 Chronological Sequence: Unknown date, 6c, 8c մ. φρονίμως, ἑπιστημόνως sapienter, prudenter, perite. Հանճարով. իմաստութեամբ. ճարտարութեամբ. խելօք, խելքով. *Ընտրել հանճարաբար զգեղեցիկն ʼի չարէ. Նիւս. կազմ.: *Եթէ ոք հանդերձեալ է… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)